- στρέπταιγλος
- στρέπτ-αιγλος, α, ον, ([etym.] στρέφω, αἴγλη)A whirling-bright, Νεφελᾶν στρεπταίγλαν (or -ᾶν)
. . ὁρμάν Ar.Nu.335
, cf. Philox.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
. . ὁρμάν Ar.Nu.335
, cf. Philox.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρέπταιγλος — αίγλα, ον, Α αυτός που περιστρέφει τη λάμψη («στρεπταίγλαν... ὁρμὰν νεφελῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + αιγλος (< αἴγλη)] … Dictionary of Greek
στρεπταίγλων — στρέπταιγλος whirling bright fem gen pl στρέπταιγλος whirling bright masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπταιγλᾶν — στρέπταιγλος whirling bright masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπταίγλη — στρέπταιγλος whirling bright fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπταίγλαν — στρεπταίγλᾱν , στρέπταιγλος whirling bright fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)